- λαστιχένιος
- [ластихеньёс] εκ. резиновый, эластичный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
λαστιχένιος — α, ο [λάστιχο] 1. κατασκευασμένος από λάστιχο 2. ευλύγιστος σαν λάστιχο («λαστιχένια μέση») … Dictionary of Greek
λαστιχένιος, -ια, -ιο — 1. αυτός που είναι φτιαγμένος από λάστιχο. 2. ευλύγιστος, εύκαμπτος σαν λάστιχο: Ο ακροβάτης είχε λαστιχένιο κορμί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελαστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που έχει την ιδιότητα της ελαστικότητας, ο λαστιχένιος. 2. ο ελαφρός στην κίνηση: Το πόδι του... σηκωνόταν πάλι ανάερο μ ένα τίναγμα ελαστικό (Κ. Χρηστομάνος). 3 μτφ. (για ανθρώπους), που μεταβάλλει εύκολα τα συναισθήματα και τις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)